- παρωραϊσμός
- παρωραϊσμός and [suff] παρωνῠχ-ωρισμός, ὁ,A unseasonableness, vv. ll. in Aq.Is. 24.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρωραϊσμός — ο, Μ το παράκαιρο, το να γίνεται κάτι παράκαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρωρος + κατάλ. (α)ϊσμός] … Dictionary of Greek